- αγρευς
- ἀγρεύς-έως ὅ охотник, ловец Pind., Aesch., Eur., Luc., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀγρεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεύς — hunter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρεύς — Προσωνύμιο του Απόλλωνα σχετικό προς το κυνήγι (άγρα). Επώνυμο επίσης και του Αρισταίου, γιου του Απόλλωνα, του Βάκχου και του Ποσειδώνα. Στην Αττική, Α. ονομαζόταν o Παν, ως θεός των αγρών. * * * ἀγρεύς ( έως), ο (Α) ο κυνηγός, και ως επίθετο… … Dictionary of Greek
Ἀγρεῖς — Ἀγρεύς masc acc pl Ἀγρεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγρέω — Ἀγρεύς masc acc sg (epic ionic) Ἀγρεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγρεῖ — Ἀγρεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγρεῦ — Ἀγρεύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγρεῦσι — Ἀγρεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγρέες — Ἀγρεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέες — ἀγρεύς hunter masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγρέος — Ἀγρεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)